ἐπιτέγγω

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέγγω Medium diacritics: ἐπιτέγγω Low diacritics: επιτέγγω Capitals: ΕΠΙΤΕΓΓΩ
Transliteration A: epiténgō Transliteration B: epitengō Transliteration C: epiteggo Beta Code: e)pite/ggw

English (LSJ)

pour liquid upon, moisten, τί τινι Hp.Fract.29, cf. Gal. UP14.11, al.; τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Philostr.VS2.5.3; ἐ. καὶ μαλάττει Gal.6.122; = ἐπιστάζω, νέκταρ Anacreont.53.41.

German (Pape)

[Seite 989] obenauf anfeuchten, Philostr.; νέκταρ Anacr. 54, 22.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτέγγω: лить, разливать (νέκταρ Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέγγω: ἐπιχέω ὑγρόν, ὑγραίνω, βρέχω, τί τινι Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Φιλόστρ. 574· ― ὡσαύτως = ἐπιστάζω, Ἀνακρεόντ. 57. 22.

Greek Monolingual

ἐπιτέγγω (Α)
1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω
2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά
3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το
4. στάζω, χύνω από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].