ἐπιστάζω
English (LSJ)
A let fall in drops upon or let fall in drops into, instil, τινί τι Arist.Pr.871b18, Orib.46.19.13, cf. Herod.1.81: metaph., ἐπιστάζω χάριν shed delight or honour, Pi.I.4(3).72; ὀλίγον τοῦ μέλιτος Luc.VH1.24:—Pass., to be dropped on, ἐπειδὰν ἐπισταγῇ ὄνυχι Dsc.2.70, cf. Sor.1.91.
II. intr., bleed at the nose again, Hp.Prorrh.1.148, Coac.337.
German (Pape)
[Seite 981] (s. στάζω), darauf tröpfeln, Hippocr. u. Sp.; übertr., τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν Pind. I. 3, 90; κἂν βραχὺ τῆς ἰδίας πειθοῦς ἐπιστάξῃς Luc. amor. 19.
French (Bailly abrégé)
faire distiller sur, faire dégoutter sur ; fig. répandre (un bienfait, la persuasion).
Étymologie: ἐπί, στάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστάζω:
1 впускать по каплям (τινί τινος Arst.);
2 перен. проливать, распространять (τερπνὰν χάριν Pind.): βραχὺ τῆς ἰδίας πειθοῦς ἐπιστάξαι Luc. уделить кому-л. небольшую долю своего умения убеждать.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστάζω: στάζω τι ἐπάνω εἴς τι, δηλ. ἀφίνω νὰ πέσῃ τι κατὰ σταγόνας ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τινί τι Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ὀρειβάσ. Cocchi σ. 102· μεταφ., τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν Πινδ. Ι. 4 (3) ἐν τέλει· βραχὺ τῆς πειθοῦς Λουκ. Ἔρωτ. 19· πρβλ. ἐνστάζω. ― Παθ., ἐπειδὰν ἐπισταγῇ ὄνυχι, περὶ γάλακτος, Διοσκ. 2. 75. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκ νέου πάσχω αἱμορραγίαν τῆς ῥινός, Ἱππ. 80Ε (ἔνθα κακῶς ἐπίσταξις), 171Ε.
English (Slater)
ἐπῐστάζω let fall upon met. σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν (Tric. e Σ: v.l. ἀποστάζων, ἐπιστοχάζων) (I. 4.72)
Greek Monolingual
(AM ἐπιστάζω) στάζω
στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν»)
αρχ.
παθαίνω νέα αιμορραγία της μύτης.