βόλιμος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
A = μόλιβος, SIG241.28 (Delph., iv B. C.), IG4.1484.275 (Epid., iv B. C.): Syracusan acc. to EM204.40.
Greek (Liddell-Scott)
βόλιμος: μόλυβδος, Ἐπιγραφ. Δελφ. Dittenb. SIG. 140, 26 28. 30. 112. Ἐπιγρ. Ἐπιδαύρ. (Gabbad. Fouill. Epid.) 1, 241. 242. Μ. Ε. σ. 204. Παρὰ Ροδίοις βόλιβος, ὡς συνάγεται ἐκ τοῦ ῥήμ. περιβολιβῶσαι, Dittenb. SIG. 449, 10.