βόλιμος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
= μόλιβος, SIG241.28 (Delph., iv B. C.), IG4.1484.275 (Epid., iv B. C.): Syracusan acc. to EM204.40.
Spanish (DGE)
-ον
aplazado δίκαι Gonnoi 77.13, 79.13, 80.6 (todas II a.C.); cf. ἀναβόλιμος. < βόλιμος Βολιναῖος > βόλιμος, -ου, ὁ
1 plomo c. valor monetario βολίμου εἰσφορᾶς δραχμαὶ τρεῖς CID 2.31.26 (IV a.C.), cf. IG 42.102.275 (Epidauro IV a.C.), considerado como término siracusano por μόλιβος EM 204.40G., Et.Gen.β 176B.
2 lámina de plomo como soporte de escritura IGDS 134b.12 (Gela V a.C.), τοὺς ἐν τῷ βολίμῳ γεγραμμένους πάντας (sc. ἀνθρώπους) SEG 30.1175.10 (Metaponto III a.C.).
• Diccionario Micénico: mo-ri-wo-do.
Greek (Liddell-Scott)
βόλιμος: μόλυβδος, Ἐπιγραφ. Δελφ. Dittenb. SIG. 140, 26 28. 30. 112. Ἐπιγρ. Ἐπιδαύρ. (Gabbad. Fouill. Epid.) 1, 241. 242. Μ. Ε. σ. 204. Παρὰ Ροδίοις βόλιβος, ὡς συνάγεται ἐκ τοῦ ῥήμ. περιβολιβῶσαι, Dittenb. SIG. 449, 10.