ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: μετακτίζω | Medium diacritics: μετακτίζω | Low diacritics: μετακτίζω | Capitals: ΜΕΤΑΚΤΙΖΩ |
Transliteration A: metaktízō | Transliteration B: metaktizō | Transliteration C: metaktizo | Beta Code: metakti/zw |
A remove a settlement, εἰς ἕτερον τόπον Str.13.4.17.
[Seite 148] um-, anderswohin bauen, Strab. XIII, 631.
μετακτίζω: μεταφέρω ἀποικίαν, μετοικίζω, Πισιδῶν... μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον Στράβ. 631.