συννέμω
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
A feed or tend together, of the shepherd:—Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA572b21. 2 generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16:—Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Satyr.Vit.Eur. Fr.39xv29; cf. συννομέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συννέμω: νέμω, βόσκω ὁμοῦ, ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.