στοχαστικός

From LSJ
Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστικός Medium diacritics: στοχαστικός Low diacritics: στοχαστικός Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stochastikós Transliteration B: stochastikos Transliteration C: stochastikos Beta Code: stoxastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilful in aiming at, able to hit, c. gen., τοῦ ἀρίστου Arist.EN1141b13; ἀρετὴ τοῦ μέσου σ. ib.1106b15.    b τὸ σ. τῶν φίλων consideration for the wishes of . ., M.Ant.1.9.    2 proceeding by guesswork, ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Phlb.55e; σ. τέχναι Stoic.3.6, Gal.14.685; σ. ἐπιστῆμαι, opp. πάγιοι, Phld.Rh.1.26,59S.; σ. διάγνωσις Gal.6.365; ζητήματα Syrian. in Hermog.2.34 R.; sagacious, Pl.Grg.463a. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα -κῶς ἔχειν Arist.Rh.1355a17; -κῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; -κῶς ἐξετάσομεν Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 949] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; ψυχή, Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· ἀρετὴ μέσου στ. αὐτόθι 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - ἐπιτυχής, εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11.