ἀποκαρπόω
From LSJ
English (LSJ)
A throw off, send out, φλέβας Hp.Oss.17:—Med., enjoy the fruits of, τι PAmh.2.142.15 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 305] Früchte treiben; hervorsprießen lassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαρπόω: παράγω καρπόν, παράγω, ἀποκεκάρπωκε δὲ καὶ ἐς τὰς ἰγνύας πολυπλόκους φλέβας Ἱππ. 279. 34: - Μέσ., ἀπολαύω τοῦ καρποῦ τινος τὸ πρῶτον γέρας, Ἐπιφάν. τ. 1. 741Β.