πυριθαλπής
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ές,
A heated in the fire, A.R.4.926, Nic.Th.40, AP7.742 (Apollonid., s.v.l., prob. περι-).
German (Pape)
[Seite 822] ές, am od. im Feuer erwärmt; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 926; Nic. Th. 40; ὄχημα, Apollonds. 4 (VII, 742); ὕδωρ , Ep. ad. 472 (IX, 632).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐθαλπής: -ές, ὁ τῷ πυρὶ θαλπόμενος, θερμαινόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 926, Νικ. Θηρ. 40, Ἀνθ. Π. 7. 742, κ. ἀλλ.