ἀστερόφοιτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A traversing the stars, esp. of constellations, Ἠριδανός Nonn.D.23.298, al. II traversed by stars, κύκλος Ὀλύμπου ib.32.10, al.
German (Pape)
[Seite 375] unter Sternen wandelnd, Nonn. D. 2, 262 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερόφοιτος: -ον, ὁ μεταξὺ τῶν ἀστέρων περιπατῶν, συχνάζων, Νόνν. Δ. 2. 262, κτλ.