γογγυλίς
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A turnip, Brassica Rapa, Ar.Fr.569.6, Eub.4 (pl., Id.74), Speus. ap. Ath.9.369b, Thphr.HP7.4.3, PPetr.3p.152 (iii B. C.), Dsc.5.20, POxy.736.5 (i A. D.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γογγῠλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος λαχάνου μὲ στρογγυλοειδῆ τὴν ῥίζαν· «δαυκί», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476, πρβλ. Κωμικοὺς παρ’ Ἀθην. 369· γογγυλίδια, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γογγυλίδας παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 116, Γαλην. Λεξ. σ. 454.