αὐστηρότης
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5. 2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.