αὐστηρότης

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρότης Medium diacritics: αὐστηρότης Low diacritics: αυστηρότης Capitals: ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΣ
Transliteration A: austērótēs Transliteration B: austērotēs Transliteration C: afstirotis Beta Code: au)sthro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5.    2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.