ἐρευνάω
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
also ἐρευν-ίω GDI5075.35 (Crete), and ἐραυνάω (q.v.):—
A seek or search for, search after, track, ἴχνι' ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Od.19.436 ; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν Il.18.321 ; τεύχε' ἐ. Od.22.180 ; τὴν σοφὴν εὐβουλίαν A. Pr.1038 ; θεῶν βουλεύματ' Pi.Fr.61 ; νεκρούς E.Med.1318 ; κακούργους X.Cyr.1.2.12 ; ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι Pl.Ap.23b. cf. 41b ; τὸ γραμματεῖον D.25.61 ; ὧν..ἂν θεὸς χρείαν ἐρευνᾷ the things whereof he seeks after the use, i.e. whatever things he finds serviceable, S.OT725. 2 search, explore a place, Hdt.5.92.δ', Sor.Vit.Hippocr.3 ; τεναγέων ῥοάς Pi.N.3.24 ; ὄρος Theoc.25.221 ; τοὺς ὑπόπτους τῶν τόπων Ael. Tact.17 : abs., εὑρήσεις ἐρευνῶν thou wilt find by searching, Pi.O.13.113, cf. S.Ant.268 ; εἰσβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἠρεύνων Antipho 5.29. 3 inquire after, φάτιν E.Hel.662 (lyr.); παίδων ἐρευνῶν σπέρμ' ὅπως γένοιτό μοι Id.Med.669 ; examine into a question, ib.1084 (anap.), cf. Pl.Tht.200e, al.:—also in Med., διάνοια πᾶσαν φύσιν -ωμένη ib.174a ; οἰκημάτιον X.Eph.2.10. 4 c. inf., seek to do, Theoc.7.45.