ἀρχισυνάγωγος
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A ruler of a synagogue, Ev.Marc. 5.22, al., IG14.2304, Ramsay Cities and Bishoprics No.559:—hence ἀρχι-συνᾰγωγέω, BCH8.463 (Thessalonica, ii A. D.). II master of a guild or company, IGRom.1.782 (Thrace), etc.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Oberster der Synagoge, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχισυνάγωγος: ὁ, ὁ ἀρχηγός τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221.