ὁμόρροθος
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
English (LSJ)
ον, prop.
A rowing together : hence, side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5 :—also ὁμο-ρρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόρροθος: -ον, κυρίως ὁ ὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.