φιλοτροφέω
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
A to be fond of feeding or keeping, φ. κύνας Plu.2.685d:— Pass., to be well fed, fatted, Sm.1 Ki.28.24.
German (Pape)
[Seite 1288] gern nähren, halten, κύνας Plut. Symp. 5, 10, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτροφέω: ἀγαπῶ νὰ τρέφω (δηλ. ζῷα), φιλ. κύνας Πλούτ. 2. 684D. ― Παθ., καλῶς τρέφομαι, παχύνομαι, Ἑξαπλ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 24).