ἀνεμπόδιστος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
ον,
A unhindered, ἐνέργεια Arist.EN1153a15; βίος Pol.1295a37. Adv. -τως D.S.1.36, PFlor.370.17 (ii A.D.), Jul.Or.6.193d. 2 not obscured, clear, Procl.Hyp.4.92. Adv. -τως ib.88. II Act., offering no impediment, πρός τι Arist.PA663b11.
German (Pape)
[Seite 223] ungehindert, frei, Arist. Nicom. 7, 12, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμπόδιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ ἄνευ ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ κώλυμα παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.