ἀλλοτριάζω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
A to be ill-disposed, Plb.15.22.1: c. gen., towards... τοῦ βασιλέως ib.25.34.
German (Pape)
[Seite 106] abgeneigt, feindlich gesinnt sein, Pol. 15, 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριάζω: εἶμαι κακῶς, δυσμενῶς διατεθειμένος· Λατ. alieno animo esse. Πολύβ. 15. 22, 1.