συναπάγω
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead away with or together, τινι X.Cyr.8.3.23: abs., Id.HG5.1.23. 2 carry off with, οἱ γλυκεῖς οἶνοι . . οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638. II Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.). 2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17. 3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3), Ep.Rom.12.16.
German (Pape)
[Seite 1001] (s. ἄγω), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
συναπάγω: μέλλ. -ξω, ἀπάγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.