αὐλιστήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.
Full diacritics: αὐλιστήριον | Medium diacritics: αὐλιστήριον | Low diacritics: αυλιστήριον | Capitals: ΑΥΛΙΣΤΗΡΙΟΝ |
Transliteration A: aulistḗrion | Transliteration B: aulistērion | Transliteration C: avlistirion | Beta Code: au)listh/rion |
τό,
A stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.
αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.