βαπτισμός
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
English (LSJ)
ὁ,
A dipping in water, immersion, Ev.Marc.7.4, Ep.Hebr.9.10, Antyll. ap. Orib.10.3.9. 2 metaph., εἰς κακίας β. οἰχήσεται Theol.Ar.30. 3 lethargic sleep, Archig.and Posidon. ap. Aët.6.3. 4 baptism, J.AJ 18.5.2.
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, dasselbe, N. T.; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βαπτισμός: ὁ, ἡ εἰς τὸ ὕδωρ βύθισης· ἀπόνιψις, πλύσις, Εὐαγγ. Κ. Μᾶρκ. 7. 4, 8, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 9. 10 2) βάπτισμα, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 5, 2, Ἐκκλ.