λείρινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A made of lilies, χρῖσμα Dsc.3.102; ἔλαιον Gal.19.119. II like a lily, ἄνθος prob. in Thphr.HP3.18.11.
German (Pape)
[Seite 26] von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνθος, lilienartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λείρῐνος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, χρῖσμα Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς κρίνον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11.