ἀποδιωθέω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A thrust away, Hices. ap. Ath.3.87d, cf. Hp.Mul.2.201, Aspasiaap.Aët.16.72:—Med., Ar.Byz.Epit.10.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιωθέω: μέλλ. -διώσω, ἀπωθῶ διά τινος, «τοῖς δὲ ἀσθενῆ τὸν στόμαχον ἔχουσι καὶ μὴ ῥᾳδίως ἀποδιωθοῦσι τὴν τροφὴν εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας χρήσιμοι» Ἱκέσιος παρ’ Ἀθ. 87, πρβλ. Ἱππ. 669.