μεμόριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, (Lat.
A memoria) memorial chapel or shrine, BCH17.290, Ramsay Cities and Bishoprics 2.736 (iii/iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μεμόριον: τό, (Λατ. memoria) μνημεῖον εἰς ἀνάμνησίν τινος· καὶ μεμορίτης, ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοιούτου μνημείου, καὶ μεμοροφύλαξ, Σύνοδ. Χαλκ. 1412Α, 1409D, ἴδε Δουκάγγ.