εὐσύλληπτος

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύλληπτος Medium diacritics: εὐσύλληπτος Low diacritics: ευσύλληπτος Capitals: ΕΥΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýllēptos Transliteration B: eusyllēptos Transliteration C: efsylliptos Beta Code: eu)su/llhptos

English (LSJ)

ον,

   A easily taken or caught, Horap.1.54 (Comp.).    II Act., receptive, τοῦ σπέρματος Gp.17.1 (Comp.): abs., conceiving easily, Gal.19.153, S.E.M.5.60, Ptol.Tetr.72; τὸ εὐ., of the earth, Corn. ND28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύλληπτος: -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρικύμων· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1.