ἐπιτευκτικός

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτευκτικός Medium diacritics: ἐπιτευκτικός Low diacritics: επιτευκτικός Capitals: ΕΠΙΤΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiteuktikós Transliteration B: epiteuktikos Transliteration C: epitefktikos Beta Code: e)piteuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων Arist.MM1199a8, cf. Phld.Vit.p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου D.H.Pomp.5, cf. Arr.Epict.3.12.5. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.74S.    2 abs., successful, effective, φάρμακον Paul.Aeg. 3.78 ; ζῆλος Plb.10.22.7.    b Subst. -κόν, τό, spell, charm for securing success, PMag.Leid.W.8.28 (pl.).    II advantageous, favourable, χώρα Plb.2.29.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 991] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, ζῆλος Pol. 10, 25, 7; χώρα ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτευκτικός: -ή, -όν, (ἐπιτυγχάνω) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., ἐπιτυχής, ἀποτελεσματικός, φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· ζῆλος Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. ἀσφαλής, τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3.