ἀποστάτις
From LSJ
English (LSJ)
[τᾰ], ιδος, ἡ, pecul.fem. of
A ἀποστάτης, ἀ. πόλις LXX1 Es.2.18, J.AJ11.2.1.
German (Pape)
[Seite 326] ιδος, ἡ, die Abtrünnige, πόλις Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστάτις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀποστάτης· ἀπ. πόλις Ἑβδ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 2, 1. - Ὡσαύτως, ἀποστάτρια, ἡ, Θεόδ. Στουδ. σ. 250D.