ἀποστάτις
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
[τᾰ], ιδος, ἡ, pecul. fem. of ἀποστάτης (rebel), ἀποστάτις πόλις LXX 1 Es.2.18, J.AJ11.2.1.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
fem. de ἀποστάτης rebelde πόλις LXX 1Es.2.14, 2.17, 2Es.4.12, 4.15, I.AI 11.22.
German (Pape)
[Seite 326] ιδος, ἡ, die Abtrünnige, πόλις Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστάτις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀποστάτης· ἀπ. πόλις Ἑβδ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 2, 1. - Ὡσαύτως, ἀποστάτρια, ἡ, Θεόδ. Στουδ. σ. 250D.