ἀποστάτις

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰ́τις Medium diacritics: ἀποστάτις Low diacritics: αποστάτις Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΙΣ
Transliteration A: apostátis Transliteration B: apostatis Transliteration C: apostatis Beta Code: a)posta/tis

English (LSJ)

[τᾰ], ιδος, ἡ, pecul. fem. of ἀποστάτης (rebel), ἀποστάτις πόλις LXX 1 Es.2.18, J.AJ11.2.1.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
fem. de ἀποστάτης rebelde πόλις LXX 1Es.2.14, 2.17, 2Es.4.12, 4.15, I.AI 11.22.

German (Pape)

[Seite 326] ιδος, ἡ, die Abtrünnige, πόλις Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστάτις: -ιδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀποστάτης· ἀπ. πόλις Ἑβδ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 2, 1. - Ὡσαύτως, ἀποστάτρια, ἡ, Θεόδ. Στουδ. σ. 250D.