ἑτοιμόδακρυς
From LSJ
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A easily moued to tears, Eust.115.30.
German (Pape)
[Seite 1052] zu Thränen geneigt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόδακρυς: υ, γεν. -υος, εὐκόλως κινούμενος εἰς δάκρυα, Εὐστ. 115. 30.