μαγειρικός

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρικός Medium diacritics: μαγειρικός Low diacritics: μαγειρικός Capitals: ΜΑΓΕΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mageirikós Transliteration B: mageirikos Transliteration C: mageirikos Beta Code: mageiriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for a cook or cookery, ῥημάτια Ar.Eq.216; νόμοι Pl.Min.316e; πῦρ Arist. Spir.485a35; κοπίς Plu.Lyc.2; τάβλια PFay.104.4 (iii A.D.); σκεύη, τράπεζα, Ath.4.169b, 173a; ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Pl.R.332c, Athenio 1.1; ἡ μ. ἐμπειρία Pl.Grg.500b; ἡ -κή alone, Id.Plt.289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. -κῶς, ἐσκευασμένη τροφή, opp. ὠμή, S.E.P.1.56.    2 of persons, skilled in cookery, Pl.Tht.178d. Adv. -κῶς in a cook-like way, like a true 'artist', Ar.Ach.1015, Eq.376, Pax 1017.    3 μαγειρικόν, τό, = μαγειρεῖον, IG14.352i71 (but, expenses of dressing meat, 22.334.28).    4 μαγειρική, ἡ, either the meat-trade, or tax on butchers, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγειρικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. Μίνως 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, τράπεζα, Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῑσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ τέχνη Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. ἐμπειρία ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, μετὰ μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017.