φιλοπρωτεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A love for the first rank, Zos.4.51; written -πρωτία in Phld.Rh.2.159 S., Jul.Caes.319d, Porph.Plot.10.
German (Pape)
[Seite 1284] ἡ, Verlangen, Streben nach dem ersten Range. – Auch der erste Rang selbst, D. Sic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπρωτεία: ἡ, τὸ φιλοπρωτεύειν, ἡ τοῦ πρωτεύειν ἐπιθυμία, φιλαρχία, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πλωτίν. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 146 (180), κλπ. ΙΙ. τὸ πρωτεῖον, Φωτ. Βιβλιοθ. 393, 27.