ἀντιδράω

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδράω Medium diacritics: ἀντιδράω Low diacritics: αντιδράω Capitals: ΑΝΤΙΔΡΑΩ
Transliteration A: antidráō Transliteration B: antidraō Transliteration C: antidrao Beta Code: a)ntidra/w

English (LSJ)

fut. -δράσω [ᾱ],

   A act against, retaliate, παθὼν μὲν ἀντέδρων S.OC271, cf. 953, E.Andr.438, Antipho4.2.2, etc.; πρὸς τὰς πράξεις ἀ. S.OC 959:—Pass., Iamb.Myst.3.29.    II c. acc. pers., repay, requite, ἀ. τινὰ κακῶς S.OC1191, cf. Pl.Cri.49d; γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν E.Supp.1179.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen thun, vergelten, Soph. O. C. 272; πρὸς τὰς πράξεις 963; κακῶς τινα, Einem zur Vergeltung Böses thun, 1193; γενναῖα ἀντιδρᾶν τινα Eur. Suppl. 1178; Antiph. II α 8; Plat. Crit. 49 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδράω: μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. αὐτόθι 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς αὐτόθι 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179.