δικτάτωρ

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτάτωρ Medium diacritics: δικτάτωρ Low diacritics: δικτάτωρ Capitals: ΔΙΚΤΑΤΩΡ
Transliteration A: diktátōr Transliteration B: diktatōr Transliteration C: diktator Beta Code: dikta/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.

   A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):

German (Pape)

[Seite 630] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.

Greek (Liddell-Scott)

δικτάτωρ: [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι δικτάτωρ, Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ.