φλεγμασία
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Id.Acut.35, Arist.GA746a5, etc. 2 turgescence, Hp.Loc.Hom.42.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, = φλεγμονή, Aristot.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰσία: ἡ, = φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10.4, 2, π. Ζῴων Γεν. 2. 7, 4, κλπ.