ποδαγρικός

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαγρικός Medium diacritics: ποδαγρικός Low diacritics: ποδαγρικός Capitals: ΠΟΔΑΓΡΙΚΟΣ
Transliteration A: podagrikós Transliteration B: podagrikos Transliteration C: podagrikos Beta Code: podagriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gouty, of persons, Plb.36.14.2, D.S.32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.Cat.Ma.9.    2 of or from gout, gouty, πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; τὰ π. Hp.Aph.5.25, Thphr.HP9.9.1.    3 for gout, δυνάμεις, φάρμακον, Dsc.5.128, Gal.11.432.

German (Pape)

[Seite 642] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ποδαγρικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· νόσος π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.