ποδαγρικός
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ή, όν,
A gouty, of persons, Plb.36.14.2, D.S.32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.Cat.Ma.9. 2 of or from gout, gouty, πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; τὰ π. Hp.Aph.5.25, Thphr.HP9.9.1. 3 for gout, δυνάμεις, φάρμακον, Dsc.5.128, Gal.11.432.
German (Pape)
[Seite 642] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ποδαγρικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· νόσος π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.