σιτηγός
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
όν, (ἄγω)
A = σιταγωγός, σ. πλοῖα D.50.20, D.S.20.5; σ. τι (sc. πλοῖον) PCair.Zen.31.2 (iii B.C.); τὰ σ. (sc. πλοῖα) Plu. Galb.13.
German (Pape)
[Seite 885] = σιταγωγός, Getreide, Speisen zuführend, πλοῖα, Plut. Crass. 20 Galb. 13 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγός: -όν, (ἄγω) = σιταγωγός, σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.