ἄμοχθος
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
ον,
A free from toil and trouble, of persons, S.Fr.410; ἄ. βίος Tr.147. Adv. ἀμόχθως Man.2.173, al. 2 shrinking from toil, καρδία Pi.N.10.30, E.Fr. 240. 3 not tired, X.Mem.2.1.33.
German (Pape)
[Seite 128] 1) nicht ermüdet, Xen. Mem. 2, 1, 33; Sp. – 2) sich nicht anstrengend, träg, καρδία Pind. N. 10. 30; βίος Soph. Tr. 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμοχθος: -ον, ὁ ἀπηλλαγμένος μόχθου ἢ φροντίδος, ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀποσπ. 359· ἄμ. βίος ὁ αὐτ. Τρ. 147. 2) ὁ ἀποφεύγων τὸν κόπον, καρδία Πινδ. Ν. 10. 55, Εὐρ. Ἀποσπ. 242. 3) ὁ μὴ κεκμηκώς, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1, 33.