δίστοιχος

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστοιχος Medium diacritics: δίστοιχος Low diacritics: δίστοιχος Capitals: ΔΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: dístoichos Transliteration B: distoichos Transliteration C: distoichos Beta Code: di/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; [βράγχια] ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.

German (Pape)

[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.

Greek (Liddell-Scott)

δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.