ἐπικόπτω

From LSJ
Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόπτω Medium diacritics: ἐπικόπτω Low diacritics: επικόπτω Capitals: ΕΠΙΚΟΠΤΩ
Transliteration A: epikóptō Transliteration B: epikoptō Transliteration C: epikopto Beta Code: e)piko/ptw

English (LSJ)

pf.

   A -κέκοφα Phld.D.1.15:—strike upon (i.e. from above), fell, βοῦν ἐπικόψων Od.3.443.    2. later, of trees, lop, pollard, Thphr.CP5.17.3; cut down brushwood, PLond.3.1170B26 (iii A.D.): metaph., cut short, bring down from high estate, τοὺς πεφρονηματισμένους Arist. Pol. 1284b2; φιληδονίαν ἀκόλαστον Plu.2.529b; check, impede, πράξεις ib.975b; στάσιν J.BJ2.17.4 (Pass., Hp.Ep.13); reprove, censure, τινά Timo 4, Myro 2 J., Plu.Cic.24, Philostr.V A5.35, al.; refute, Phld. l.c.; δόξας Id.Po.5.26.    3. ἐ. χαρακτῆρα stamp, coin, Arist.Oec. 1349b31.    4. cut anew, [τὸν] ἀποτριβέντα [μύλον] Str.15.2.2.    b. Archit., dress blocks of stone, etc., κατὰ κεφαλήν IG7.3073.183 (Lebad.), cf. ib.4255.15 (Oropus); πλίνθον Milet.7p.59 (Didyma).    5. Med., smite one's breast, wail for, τινά E. Tr.627.    6. of disease, afflict, βαρύτερον Aret.SD2.13.    7. injure, αἱ ἡδοναὶ ἐ. τὴν ἰσχύν Philostr.Gym.52:—Pass., -κοπεὶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπό τινος Id.VS2.25.2.

German (Pape)

[Seite 951] von oben her daraufschlagen; πέλεκυν ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο βοῦν ἐπικόψων Od. 3, 442, der Stier wird durch einen Schlag ins Genick getödtet; – darauf prägen, von Münzen, ἐπικόψας χαρακτῆρα Arist. Oec. 2, 20; – μύλον ἀποτριβέντα, den abgeriebenen Mühlstein aufhauen, schärfen, Strab. – Von Pflanzen u. bes. Bäumen, verschneiden, behauen, kappen, Theophr.; dah. übertr., τοὺς Μήδους, sie schwächen, Arist. Pol. 3, 9; φιλόσοφος φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον Plut. de vit. pud. 2, unterdrücken, u. a. Sp. – Bei D. L. 9, 18, γέγραφε καθ' Ὁμήρου ἐπικόπτων αὐτοῦ τὰ περὶ θεῶν εἰρημένα, ist es = tadeln, darauf schelten. – Im med. sich schlagen, als Zeichen der Trauer, betrauern, ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν Eur. Tr. 623, was andere Erkl. auf ἀποκόπτω zurückführen, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόπτω: κτυπῶ ἐπί τινος (δηλ. ἄνωθεν), κόπτω, σφάζω, βοῦν ἐπικόψων Ὀδ. Γ. 443. 2) μεταγεν. ἐπὶ δένδρων, κόπτω τοὺς κλάδους, κλαδεύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3· μεταφ., ταπεινῶ, Λατ. accidere, ὁ βασιλεὺς τοὺς πεφρονηματισμένους ἐπέκοπτε, ὡς λέγομεν νῦν «ἔκοπτε τὰ πτερά των» ἐταπείνου αὐτούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 529Β· ἐμποδίζω, αὐτόθι 975Α· ἐπιτιμῶ, ἐπιπλήττω, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 24, Φιλόστρ. 843· πρβλ. ἐπικόπτης, ἐπισκώπτω. 3) ἐπ. χαρακτῆρα, κόπτειν νόμισμα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9. 4) κόπτω, χαράσσω ἐκ νέου, τὸν ἀποτριβέντα μύλον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ. 5) ἐν Μέσ. τύπῳ, τύπτω τὸ στῆθός μου, κόπτομαι, ὀδύρομαι ἐπάνω εἴς τινα, Λατ. plangi, εἶδόν νιν αὐτή, κἀποβᾶσα τῶνδ᾿ ὄχων ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623.