αἰθός
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
ή, όν,
A burnt, Ar.Th.246. II shining, ἀσπίς Pi.P.8.46; red-brown, ἀράχναι B.Fr.3.6, cf. Call.Dian.69, Nic.Th.288. III pr. n. Αἴθη, name of a bay horse, Il.23.295.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθός: -ή, -όν, κεκαυμένος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 246. ΙΙ. πυρώδης, Πινδ. Π. 8. 65· κεραμόχρους, Βακχυλ. 13.