κυμινοκίμβιξ
From LSJ
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
English (LSJ)
ῑκος, ὁ,
A skinflint (cf. κυμινοπρίστης), Com.Adesp.1055.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοκίμβιξ: -ικος, ὁ, φιλάργυρος, «σμικρολόγος» Εὐστ. 1828, 10, ἴδε κυμινοπρίστης.