εὔγομφος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A well-nailed, well-fastened, πύλαι E.IT1286:—also εὐγόμφωτος, ον, Opp.H.1.58.
German (Pape)
[Seite 1060] gut gefügt u. verbunden, πύλαι, Eur. I. T. 1286.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγομφος: -ον, καλῶς συνηρμοσμένος, Εὐρ. Ι. Τ. 1286· ὡσαύτως, εὐγόμφωτος, ον, Ὀππ. Ἁλ. 1. 58.