αἰγίλωψ
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
[ῐ], ωπος, poet. οπος Nic.Th.857, ὁ,
A haver-grass, Aegilops ovata, Thphr.CP5.15.5, Ph.Bel.89.3, Dsc.4.137. II Turkey oak, Quercus Cerris, Thphr.HP3.8.2. III ulcer in the eye, lachrymal fistula, Cels.7.7, Dsc.4.70, Gal.UP10.10. IV a bublous plant, plin.HN19.95.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίλωψ: [ῐ], ωπος, ποιητ. οπος, Νικ. Θ. 857, ὁ, εἶδος βρόμου (βρόμης κοινῶς), ἄγριος βρόμος, Λατ. avena sterilis, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 15, 15. ΙΙ. εἶδος δρυὸς μετὰ γλυκέος καρποῦ, ἄλλη γραφὴ ἐν Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 8, 2. ΙΙΙ. ἀπόστημα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, δακρυοῦχος σῦριγξ, Διοσκ. 4. 71.