ἐμβύω
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
[ῡ],
A stuff in, stop with a thing, Ar.V.128; ἔμβυσον τιμὴν εἰς τὴν χεῖρά τινι Herod.2.82.
German (Pape)
[Seite 807] (s. βύω), verstopfen; ἐνεβύσαμεν ῥακίοις Ar. Vesp. 128.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβύω: ῡ: μέλλ. -ύσω, ἐμφράσσω, «βουλλώνω», «στουπώνω», ὅσα ἧν τετρημένα ἐνεβύσαμεν Ἀριστοφ. Σφ. 128.