παροτρύνω

From LSJ
Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

German (Pape)

[Seite 528] wozu antreiben, ermuntern; in tmesi bei Ppind., ἐμὲ δ' ὦν πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Ol. 3, 38; παροτρύνεις με πρὸς τὸν λόγον Luc. Tox. 35, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροτρύνω: παρακινῶ, παρορμῶ, μετ’ ἀπαρ., πὰρ θυμὸν ὀτρύνει φάμεν Πινδ. Ο. 3. 68, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 35. 2) ἰατρ. παροξύνω, διεγείρω, Ἱππ. 654. 41.