κροτοθόρυβος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.