ἀγωγός
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
όν,
A leading, guiding, and as Subst., guide, Hdt.3.26; escort, Th.2.12, cf. 4.78; ἀ. ὕδατος aqueduct, Mon.Anc.Gr.19.5 (pl.); without ὕδατος, Just.Nov.128.16 (pl.): c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀ. power of leading men, Plu.Lyc.5. II leading towards, ἐπί τι Pl.R.525a, Phld.D.3.12; εἰς . . Plu.Per.1. III drawing, attracting, δύναμις ἀ. τινος, of the magnet, Dsc.5.130. 2 drawing forth, eliciting, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί E.Hec.536; δακρύων ἀ. Id.Tr.1131; γυναικείων Hp.Aph.5.28; ἐμμήνων Dsc.1.16. 3 abs., attractive, Plu.Crass.7; τὸ ἀ. attractiveness, Id.2.25b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, συνοδία, συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, ὑδραγωγεῖον, Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, δύναμις τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων πρός τι μέρος ἢ σημεῖον, πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., ἑλκυστικός, Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β.