διασποράδην
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
German (Pape)
[Seite 603] zerstreut, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
διασποράδην: ἐπίρρ. διασκορπιστά, «σποραδικῶς», Κλήμ. Ἀλ. 348.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
[Seite 603] zerstreut, Clem. Al.
διασποράδην: ἐπίρρ. διασκορπιστά, «σποραδικῶς», Κλήμ. Ἀλ. 348.