ἀμνηστία
From LSJ
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A forgetfulness, εἶναι ἐν ἀ. Pl.Mx.239e; ἀ. ἔχειν τινός Heraclit.Ep.2, cf. LXX Wi.19.4, Plu.2.612d, etc. 2 esp. amnesty, τῶν προγεγενημένων ἐγκλημάτων SIG633.36 (Milet., ii B. C.), cf. Str.7.2.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, Ph.2.75, Plu.Cic.42, Ant.14. II failure to mention thing, passing it over Corn.Rh. p.371H.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, das Vergessen, bes. des erlittenen Unrechts, Amnestie, Plut. Cic. 42; oft Herodian., -ίαν δοῦναι 3, 4, 17, verbunden mit συγγνώμη und ἄδεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνηστία: ἡ, λήθη ἀδικήματος: ὅθεν συγχώρησις ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. ἄδεια. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14.