κύφων
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (κυφός)
A crooked piece of wood, bent yoke of the plough, Thgn.1201: κύφωνες, οἱ, two bars in the frame of a chariot, Poll.1.143. II pillory, ἐν τῷ κ. αὐχένα ἔχειν Cratin.115, cf. Ar. Pl.476, 606; δεθῆναι ἐν τῷ κ. Arist.Pol.1306b2; μαστιγούσθω ἐν τῷ κ. OGI483.177 (Pergam.). 2 one who has had his neck in the pillory, knave, Archil.178, Luc.Pseudol.17. III part of a woman's dress, Posidipp.44. IV Archit., curved beam, IG42(1).102.224, al. (Epid., iv B.C.). V part of a water-wheel, PLond.3.1177.213 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1539] ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.
Greek (Liddell-Scott)
κύφων: -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), ὁ, (κῡφὸς) ξύλον κεκυρτωμένον, ὁ κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, ὡσαύτως, «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ ἐπάνω ῥάβδοι, αἱ ἕως κάτω τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. εἶδος κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ ὀλέθριος, κακοῦργος, Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. μέρος τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.